-
1 σικχός
σικχός, ὁ, ein Mensch, der nicht leicht gut genug zu essen bekommt, einer Speise leicht überdrüssig wird, ekel oder wählerisch, Ggstz von πάμφαγος, Arist. eth. eud. 3, 7; καὶ δυςάρεστος, Ath. VI, 262 a; καὶ νοσώδης, Plut. cap. ex host. util. p. 271; u. übertr., ein Mensch, der mit Nichts zufrieden ist, Alles tadelt, Hesych. – Das Wort, wie die abgeleiteten, findet sich erst bei Sp., nach Callim., s. Lob. Phryn. 226.
-
2 κατισχνος
-
3 διάθεσις
A placing in order, arrangement (ἡ τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις Arist.Metaph. 1022b1
), Antipho Soph.24a; ;τῶν ξενίων Id.Ti. 27a
.2 disposition or composition in a work of art (opp. εὕρεσις), Id.Phdr. 236a; opp.ἱστορία, μῦθος, Plb. 34.4.1, Plu.Arat.32, etc.;δ. ᾠδῆς Eup.303
;τῶν ἐπῶν Phryn.Com. 55
; plan of a building, Plu.Per.13; subject of a picture, etc., Polem. ap. Ath.5.210b;δ. μυθολογίας Plu.2.16b
; representation in a play, Hero Aut.20.2: in pl., word-painting, Plu.2.17b; of geographical description, Str.1.1.16; rhetorical art,μετ' αὐξήσεως καὶ διαθέσεως Plb.2.61.1
.b in oratory, delivery, Plu.Dem.7;δ. σώματός τε καὶ τόνου φωνῆς Longin.Rh.p.194H.
4 disposing of, sale,τῶν περιόντων Isoc.11.14
, cf. PTeb.38.10 (ii B.C.), Str.11.2.12, Plu.Sol. 24; οἷς δ. εὔπορος, perh. means of disposing of it, of making away with it, Arist.Rh. 1372a33 (possibly, inventive disposition).5 δ. ἔγγραφος written report, POxy.52.13 (iv A.D.).6 = διάθεμα, Procl.inCra.p.10P.(pl.).II (from [voice] Pass.) bodily state, condition, Hp.VM7, Arist.GA 778b34;δ. τοῦ σώματος Philem.95.4
; δ. ὑγιεινή, νοσώδης, Gal.5.826, 17(2).238; ἕξις defined asδ. μόνιμος Id.5.826
;νευρικὴ δ. OGI331.11
(Pergam.); of the mind, Antipho Soph. 24a;ἕξις ψυχῆς καὶ δ. Pl.Phlb. 11d
; distd. from ἕξις, Arist.Cat. 8b28, de An. 417b15, Zeno and Chrysipp.Stoic.1.50, 3.111;δ. ἁμαρτωλός Phld.Lib.p.560
., al.; δ. σωματική, ψυχική, A.D.Synt.278.10: pl., Diotog. ap. Stob.4.7.62.2 generally, state, condition,τὴν βασιγείαν εἰς τὴν ἀρχαίαν δ. κατέστησεν OGI 219.11
(Sigeum, iv/iii B.C.).3 Gramm., force, function, τοῦ ὀνόματος δ. εἰσὶ δύο, ἐνέργεια καὶ πάθος (e.g. κριτής, κριτός) D.T.637.29; esp. of the voices of the verb,δ. εἰσὶ τρεῖς, ἐνέργεια, πάθος, μεσότης Id.638.8
; δ. παθητική, μέση, A.D.Synt.210.19, 226.10; also of tense, χρονικὴ δ. ib.251.1 (s.v.l.); διαβατικὴ δ. transitive force, ib.43.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάθεσις
-
4 ὑγιεινός
ὑγιεινός, der Gesundheit zuträglich, heilsam, gesund; χωρίον, Xen. Cyr. 1, 6, 16; compar., Mem. 3, 12, 3; ὕδωρ, Plat. Phil. 61 c; τόπος, Rep. III, 401 c; τὰ ὑγιεινὰ ὑγίειαν ἐμποιεῖ, Rep. IV, 444 c; Ggstz νοσώδης, Theaet. 171 e; – auch = gesund seiend, kräftig, ἄνδρας πρὸ τῶν τραυμάτων ὑγιεινούς τε καὶ κοσμίους ἐν διαίτῃ, Rep. III, 408 a; u. so ὑγιεινῶς ἔχειν, ib. 407 c; ὑγιεινοτέρως, Xen. Lac. 2, 5.
См. также в других словарях:
νοσώδης — ες (ΑΜ νοσώδης, ῶδες) [νόσος] 1. αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες συχνά, φιλάσθενος 2. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που επιφέρει ασθένειες, νοσηρός (α. «νοσώδες κλίμα» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῑαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις» … Dictionary of Greek
SULCHI — Sardiniae urbs notissima. Strabo l. 5. ubi de Sardinia: Πόλεις δ᾿ εἰσὶ μὲν πλείους, ἀξιόλογοι δὲ Καραλις, καὶ Σουλχόι. Pomponius l. 2. c. 7. Sardiniae urbium antiquissimae Caralis et Sulchi. Pausan. in Phocicis: Ω῎κιϚαν δ᾿ εν τῇ νήσῳ καὶ αὐτοὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
σφυγμός — ο, ΝΜΑ [σφύζω] ρυθμική συστολή και διαστολή τής καρδιάς που εξασφαλίζει την κυκλοφορία τού αίματος και γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, ο παλμός (α. «συχνός σφυγμός» β. «τῶν σφυγμῶν ἅψασθαι», Γαλ.) νεοελλ. 1. μτφ. το ευαίσθητο σημείο, η αδυναμία… … Dictionary of Greek